H ομάδα συγγένειας

Ανώνυμο κείμενο γραμμένο το 2001

Σε αντίθεση μ’αυτό που πιστεύεται συνήθως, η συγγένεια μεταξύ συντρόφων δε βασίζεται στη συμπάθεια ή στο συναίσθημα. Το να έχεις συγγένεια σημαίνει να γνωρίζεις τον άλλο, να ξέρεις πώς σκέφτεται σε σχέση με κοινωνικά ζητήματα και πώς θεωρεί ότι μπορεί να παρέμβει στην κοινωνική σύγκρουση. Αυτή η εμβάθυνση της γνωριμίας μεταξύ συντρόφων, είναι μια παράμετρος που συχνά αμελείται, παρεμποδίζοντας την αποτελεσματική δράση.

Ένα από τα δυσκολότερα προβλήματα που έπρεπε να αντιμετωπίσουν οι αναρχικοί στο πέρας της ιστορίας, είναι το ποιά μορφή οργάνωσης να υιοθετήσουν στον αγώνα.

Στα δύο άκρα του φάσματος βρίσκουμε, από τη μία τους ατομικιστές, οι οποίοι αρνούνται οποιαδήποτε μορφή σταθερής σχέσης· απ’την άλλη, εκείνους που στηρίζουν μια σταθερή οργάνωση που λειτουργεί βάσει ενός προγράμματος, καθορισμένου τη στιγμή της σύνθεσής του.

Και οι δύο αυτές μορφές που σκιαγραφούνται εδώ, φέρουν χαρακτηριστικά που επιδέχονται κριτικής, από μια εξεγερτική σκοπιά.

Στην πραγματικότητα, όταν οι ατομικιστές διαχωρίζονται και χτυπούν τον ταξικό εχθρό, βρίσκονται ορισμένες φορές πολύ πιο μπροστά απ’ό,τι βρίσκεται ο πιο μαχητικός αυτών που συγκροτούν την τάξη της εποχής, και η δράση τους δε γίνεται κατανοητή. Αντίθετα, αυτοί που υποστηρίζουν την ανάγκη μιας σταθερής οργάνωσης, συχνά περιμένουν μέχρι να υπάρξει ένας αξιοσημείωτος αριθμός εξεγερμένων, υποδεικνύοντας το πώς και το πότε να χτυπηθεί ο ταξικός εχθρός. Οι πρώτοι φέρουν εις πέρας ενέργειες που καταλήγουν να προηγούνται κατά πολύ του επιπέδου του αγώνα, οι τελευταίοι καταλήγουν να μένουν πολύ πίσω.

Μια από τις αιτίες αυτής της ανεπάρκειας είναι, κατά τη γνώμη μας, η έλλειψη προοπτικής.

Σαφέστατα, κανείς δε διαθέτει μια σίγουρη συνταγή που να μην περιέχει ελαττώματα, είμαστε, ωστόσο, σε θέση να καταδείξουμε τους περιορισμούς που εντοπίζουμε σε συγκεκριμένα είδη οργάνωσης, και να υποδείξουμε πιθανές εναλλακτικές.

Μία εξ’αυτών είναι οι γνωστές «ομάδες συγγένειας».

Ο όρος χρήζεις μιας κάποιας εξήγησης.

Η συγγένεια μπερδεύεται με το συναίσθημα. Παρ’όλο που δεν είναι ξεκάθαρα διαχωρισμένοι, οι δύο όροι δε θά’πρεπε να θεωρούνται συνώνυμοι. Είναι δυνατό να υπάρχουν σύντροφοι με τους οποίους θεωρούμε πως υπάρχει συγγένεια, αλλά που δε συμπαθούμε, και το αντίστροφο.

Βασικά, το να έχεις συγγένεια με κάποιο σύντροφο σημαίνει να τον γνωρίζεις, να έχεις δημιουργήσει μια βαθιά γνωριμία μαζί του/της. Όσο η γνωριμία αυτή μεγαλώνει, η συγγένεια μπορεί να αυξάνεται, στο βαθμό που θα είναι πιθανή η διεξαγωγή δράσεων από κοινού, μπορεί, όμως, και να εξαφανιστεί, σε βαθμό που να γίνει το τελευταίο πρακτικά αδύνατο.

Το να γνωρίσεις τον άλλον αποτελεί μια ατέρμονη διαδικασία, η οποία μπορεί να σταματήσει σε οποιοδήποτε στάδιο, σύμφωνα με συνθήκες και τις στοχεύσεις που επιθυμείς να πετύχεις μ’αυτόν. Έτσι, λοιπόν, θα μπορούσε κάποιος να έχει συγγένεια, σε βαθμό που θα κάνει ορισμένα πράγματα, ενώ κάποια άλλα όχι. Γίνεται σαφές πως όταν κάποιος μιλάει περί γνώσης (του άλλου), αυτό δε σημαίνει απαραίτητα να συζητιούνται τα προσωπικά προβλήματα του καθενός, παρ’όλο που αυτά μπορεί να παίξουν σημαντικό ρόλο όταν παρεμβαίνουν στη διαδικασία εμβάθυνσης της γνωριμίας του άλλου.

Υπό αυτήν την έννοια, το να γνωρίζεις τον άλλο δε σημαίνει απαραίτητα το να έχεις μια στενή σχέση. Αυτό που είναι απαραίτητο να γνωρίζεις είναι το πώς σκέφτεται ο σύντροφος όσον αφορά τα κοινωνικά προβλήματα τα οποία καλείται να αντιμετωπίσει ο ταξικός αγώνας, με ποιό τρόπο θεωρεί ότι μπορεί να παρέμβει, τί μεθόδους νομίζει ότι θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται στις εκάστοτε δεδομένες καταστάσεις, κλπ.

Το πρώτο βήμα της εμβάθυνσης της γνωριμίας μεταξύ συντρόφων, είναι η συζήτηση. Είναι προτιμότερο το να έχεις ένα ξεκάθαρο σκεπτικό, όπως για παράδειγμα κάτι γραπτό, έτσι ώστε τα διάφορα προβλήματα να εξελίσσονται ομαλά.

Απ’τη στιγμή που θα αποσαφηνιστούν τα στοιχειώδη, η ομάδα ή οι ομάδες συγγένειας έχουν, πρακτικά, διαμορφωθεί. Η εμβάθυνση στη γνωριμία μεταξύ συντρόφων συνεχίζεται σε συνδυασμό με τη δράση τους ως ομάδα, και την αντιμετώπισή τους ως προς την πραγματικότητα στο σύνολό της. Όσο λαμβάνει χώρα αυτή η διαδικασία, η γνωριμία τους συχνά διευρύνεται και αναδύονται συχνά στενοί δεσμοί μεταξύ των συντρόφων. Αυτό είναι, ωστόσο, μια συνέπεια της συγγένειας, όχι ο πρωταρχικός της στόχος.

Συμβαίνει, συχνά, σύντροφοι να χειρίζονται τα πράγματα με άλλο τρόπο, ξεκινώντας κάποιο είδος δραστηριότητας και φτάνοντας σταδιακά στις απαραίτητες αποσαφηνίσεις μόνο προς το τέλος, χωρίς να έχουν ποτέ αξιολογήσει το βαθμό συγγένειας που απαιτείται για να κάνουν μαζί το παραμικρό. Τα πράγματα αφήνονται στην τύχη, σα να αναδύθηκε αυτόματα από την ομάδα κάποιο είδος ξεκαθαρίσματος, με τη διαμόρφωσή της. Αυτό, βέβαια, δε συμβαίνει: η ομάδα είτε παραμένει στάσιμη γιατί δεν υπάρχει ξεκάθαρος δρόμος για ν’ακολουθήσει, είτε ακολουθεί την τάση του συντρόφου ή των συντρόφων που έχουν τις πιο σαφείς ιδέες, ως προς το τί θέλουν να κάνουν, ενώ οι άλλοι επιτρέπουν στον εαυτό τους να ακολουθούν, συχνά με σχετικό ενθουσιασμό ή και πραγματική συμμετοχή.

Η ομάδα συγγένειας απ’την άλλη, θεωρεί ότι έχει τεράστιες δυνατότητες και κατευθύνεται απευθείας προς τη δράση, βασιζόμενη όχι στην ποσότητα των οπαδών της, αλλά στην ποιοτική δύναμη ενός αριθμού ατομικοτήτων που δουλεύουν μαζί στο σχεδιασμό (projectuality) ότι αναπτύσσονται από κοινού όσο προχωράνε μαζί.

Από μια συγκεκριμένη δομή του αναρχικού κινήματος που μπορεί να είναι (η ομάδα συγγένειας), και ολόκληρου του τόξου δραστηριοτήτων που αυτό παρουσιάζει – προπαγάνδα, άμεση δράση, δημιουργία κειμένων, δράση εντός μιας άτυπης οργάνωσης – μπορεί, επίσης, να είναι εξωστρεφής προς την κατεύθυνση της διαμόρφωσης ενός πυρήνα ή κάποιας άλλης μαζικής δομής και να παρεμβαίνει, έτσι, πιο αποτελεσματικά στις κοινωνικές συγκρούσεις.

Πηγή: Κύκλος Ατομικιστών Αναρχικών

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.