Απεβίωσε χθες, 6/12/2023, ο σύντροφος Alfredo Bonanno. Είχε γεννηθεί το 1937 στην Κατάνια της Σικελίας και άφησε την τελευταία του πνοή στην Τεργέστη του Φριούλι, όπου διέμενε εδώ και πολλά χρόνια. Κατά μια συγκεκριμένη συγκυρία θα μπορούσε να ήταν και συμβολική αυτή η ημερομηνία, δεδομένου του σχετικά πρόσφατου ιστορικο-κοινωνικού της φορτίου, για την ελληνική αλλά και τη διεθνή κινηματική πραγματικότητα της εποχής εκείνης.
Πράγματι, με αφετηρία την επωνομαζόμενη εξέγερση του 2008 στην Ελλάδα, με αφορμή την δολοφονία ενός νεαρού αναρχικού (του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου) από την αστυνομία, ο Μπονάννο, βρέθηκε ύστερα από λίγο καιρό στην Ελλάδα για να πραγματοποιήσει, για τελευταία φορά όπως φάνηκε, έναν κύκλο αναρχικών δημόσιων παρεμβάσεων, στις οποίες συμμετείχαμε και συνδιοργανώσαμε μαζί του. Η έντονη παρουσία, στις εκδηλώσεις, του τοπικού αναρχικού και ευρύτερα αντιεξουσιαστικού κινήματος δεν πέρασε απαρατήρητη.
Δεν είναι φυσικά δουλειά μου να γράφω νεκρολόγια ή να απαγγέλω επικήδειους λόγους, επιβάλλεται όμως, σύμφωνα πάντα με την άποψή μου και γιά λόγους αρχής, να εκφράζονται πάντα δύο συνεκτικά, ήν δυνατό, λόγια, στο τέλος της βιωματικής διαδρομής πάνω σ‘ αυτή τη γή, του κάθε συντρόφου, ιδιαίτερα μάλιστα αν αυτός υπήρξε όχι μονάχα αναρχικός αλλά και επαναστάτης. Διότι ακόμη και αν χαρακτηρίζεται κάποιος σύντροφος ή συντρόφισσα από αυτές τις σημαντικές ιδιότητες, εξακολουθούν να υπάρχουν αναμφισβήτητα σημαντικές διαφορές μεταξύ των συντρόφων αλλά και των ανθρώπων εν γένει. Αυτό το πράγμα, τουλάχιστο εμείς οι αναρχικοί, δεν θα πρέπει ποτέ να το ξεχνάμε.
Έτσι, “αποκεφαλίζοντας τον ταύρο”-όσο και αν αυτό δυσαρεστεί σίγουρα πολλούς- κατά μια προσφιλή έκφραση στον Μπονάννο, και σκεφτόμενος τον Καστοριάδη που βαθυστόχαστα έχει χαρακτηρίσει την εποχή μας ως την “εποχή της ασημαντότητας”, ο Μπονάννο, αντίθετα, πέρα από αναρχικός και επαναστάτης, υπήρξε, πάντα κατά τη άποψή μου, ένας σημαντικός άνθρωπος και σύντροφος από την άποψη της συνολικής κοινωνικής του προσφοράς, στον διαρκή αναρχικό αγώνα για την κοινωνική δικαιοσύνη και την ελευθερία. Θα τολμούσα μάλιστα να επαναλάβω την προσωπική μου πάντα εκτίμηση, την οποία έχω ήδη διατυπώσει αρκετές φορές δημόσια, ότι, ή συνολική συνεισφορά του μέσα στο επαναστατικό αναρχικό κίνημα του εικοστού και του εικοστού πρώτου αιώνα, θα μπορούσε μονάχα να αντιστοιχηθεί με αυτήν π.χ. ενός Μπακούνιν, τον καιρό της Πρώτης διεθνούς και των αρχικών βημάτων του νεαρού τότε διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος.
Φυσικά, λέγοντας όλα τα παραπάνω, συνεχίζω να πιστεύω ότι ο καθένας από εμάς παραμένει πάντα ελεύθερος να πιστεύει ότι θέλει και γι αυτόν ακριβώς το λόγο, δεν στοχεύω να πείσω στο παραμικρό απόλύτως κανένα, αναφορικά με αυτές μου τις διατυπώσεις. Είναι αυστηρά προσωπικού χαρακτήρα. Αισθάνομαι όμως υποχρεωμένος αυτή τη στιγμή να τις διατυπώσω δημόσια.
Περιορίζομαι λοιπόν, γιατί δεν χρειάζεται και δεν θέλω στη συγκεκριμένη συγκυρία να επεκταθώ, μονάχα σε ορισμένα σημεία που τυγχάνει να γνωρίζω, από αυτά που θεωρώ ως σημαντικά ως προς τη συνολική συνεισφορά του συντρόφου Αλφρέντο Μπονάννο.
Τον αναρχικό του διεθνισμό τον απέδειξε έμπρακτα, όσο αφορά την ελληνική περίπτωση, συμμετέχοντας στον ένοπλο αγώνα ενάντια στη “δικτατορία των συνταγματαρχών” που οδήγησε, μεταξύ άλλων, στην εξέγερση της ελληνικής νεολαίας στο Πολυτεχνείο το 1973 και ο οποίος αγώνας, ως γνωστό, δεν στόχευε από πλευράς πολλών που συμμετείχαν σε αυτόν τότε, μονάχα στην αποκατάσταση της αστικής δημοκρατίας.
‚Οπως άλλωστε προκύπτει από τις ίδιες τις λεπτομερείς γραπτές πηγές που μας άφησε ο ίδιος, η διεθνιστική του δράση σε αυτήν ακριβώς την κατεύθυνση επεκτείνεται και εκτός Ευρώπης, κατά την εποχή εκείνη (εδώ μονάχα θίγουμε και λόγω άμεσης επικαιρότητας, τον παλαιστινιακό αγώνα και τη γνωστή μπροσούρα του Μπονάννο: “Palestina mon amour”), όπως προείπα όμως, περιορίζομαι να αναφερθώ σ‘ αυτή τη δράση του που προκύπτει σε συνάρτηση με την ελληνική καθώς και με την καθαυτή ιταλική κοινωνική πραγματικότητα.
Το 1973, ως γνωστό, βρίσκονταν ταυτοχρόνως σε πλήρη εξέλιξη στην Ιταλία, ο αποκαλούμενος πλέον διεθνώς “παρατεταμένος ιταλικός Μάης”. Το περιοδικό “Αnarchismo”, του οποίου ο Μπονάννο ήταν από τα βασικά μέλη της συντακτικής ομάδας, καθώς και η επιθεώρηση “Pantagruel” αποτελoύν από το 1975 και εφεξής, μια πλήρη καταγραφή και μαρτυρία του συνολικού πνεύματος της εποχής εκείνης, καθώς και της συνολικής σημαντικής συνεισφοράς μέρους του ιταλικού αναρχικού κινήματος, στην διαμόρφωση της κριτικής επαναστατικής κοινωνικής θεωρίας και της πρακτικής. Για τον συγκεκριμένο λοιπόν λόγο ότι ακριβώς σε εκείνη την ιστορική συγκυρία, η Ιταλία ως χώρα, βρίσκονταν κοινωνικο-πολιτικά σε ένα από τα περισσότερο προωθημένα σημεία της ταξικής σύγκρουσης, σε διεθνές επίπεδο, οι εμπειρίες και τα διδάγματα που αποκόμισε από αυτήν το τοπικό αναρχικό κίνημα, ήταν διεθνούς εμβέλειας και αποτελούν ακόμη σήμερα σημαντικές παρακαταθήκες με διεθνή αξία και σημασία, από επαναστατικής και ακόμη ειδικότερα από αναρχικής άποψης.
Η δεκαετία του Ογδόντα μας βρίσκει όλους, συνεπώς, μέσα στον σημαντικότερο αγώνα μαζικού χαρακτήρα που κατάφερε να διεξάγει, με ανυπέρβλητες δυσκολίες, το ιταλικό αναρχικό κίνημά στο σύνολό του. Έναν αγώνα που προσέλαβε σταδιακά διεθνή διάσταση και χαρακτήρα. Πρόκειται για τον εξεγερτικό μαζικό αγώνα ενάντια στη κατασκευή της αμερικάνικης βάσης πυραύλων Κρουζ και Πέρσινγκ, το 1982-83, στο Κόμισο της Σικελίας. (βλέπε την μποσούρα: “Στην αγκαλιά του Λεβιάθαν, σημειώσεις ενάντια στο κράτος, οι δομικοί λόγοι της πολιτικής ήττας της μαρξιστικής και της μαρξίζουσας αριστεράς”, Λαϊκή βιβλιοθήκη, Αθήνα-Πάτρα, 2023). Πρόκειται ακριβώς για μια απόπειρα πρακτικής εφαρμογής των εμπειριών και των διδαγμάτων της προηγούμενης “θερμής” δεκαετίας.
Η σταδιακή όμως ήττα του κοινωνικού κινήματος και δη του επαναστατικού στο σύνολό του, κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, εξαιτίας των σημαντικών λαθών στρατηγικής και τακτικής που είχαν γίνει με ευθύνη κυρίως των μαρξιστικών οργανώσεων στο σύνολο τους, οι οποίες άλλωστε είχαν ηγεμονικό ρόλο στο εσωτερικό του, βάραιναν πλέον σε τέτοιο βαθμό ώστε η συνολική πλέον δύναμη κρούσης του κινήματος να υποχωρεί συνεχώς, εξαιτίας και της επιταχυνόμενης ταχείας μετα-βιομηχανικής αναδιάρθρωσης του κεφάλαιου και του κράτους που έπαιρνε σταδιακά το πάνω χέρι.
Παρόλα αυτά, ο Αλφρέντο Μπονάννο θα είναι αυτός ο σύντροφος που κατά τη διάρκεια του συνέδριου με γενικό τίτλο: “ Αναρχισμός και εξεγερτικό σχέδιο”, το 1985, στο Μιλάνο, και ακριβώς μετά το πέρας της εμπειρίας του Κόμισο, θα αποτολμήσει να περιγράψει αναλυτικά και να επανακαθορίσει τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές της δράσης του επαναστατικού αναρχισμού μέσα στις νέες συνθήκες της ταξικής κοινωνικής σύγκρουσης οι οποίες διαμορφώνονταν.
Η σημαντική του συνεισφορά σε αυτή την ιστορική συγκυρία δεν έγκειται τόσο στο γεγονός ότι τοποθέτησε ως κομβικής σημασίας τον άκρως κατασταλτικό κοινωνικό ρόλο των μόλις διαφαινόμενων και εφαρμοζόμενων νέων τεχνολογιών μέσα στην παραγωγική διαδικασία ( μια κριτική η οποία εν μέρει προϋπήρχε μεταπολεμικά από πλευράς πολλών διακεκριμένων στοχαστών, αλλά μονάχα σε ακαδημαϊκό επίπεδο). Η επαναστατική καινοτομία του Μπονάννο έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι εισήγαγε ακριβώς αυτήν την ριζοσπαστική κοινωνική κριτική, την κατάλληλη στιγμή, μέσα στη θεωρία και τη δράση του αναρχικού κινήματος. Τις κοινωνικές άλλωστε συνέπειες αυτής της εξέλιξης μπορούμε πλέον να τις διαπιστώσουμε ξεκάθαρα σήμερα, μέσα σε συνθήκες που μπορούν μονάχα να αποκαλεστούν ως “γενικευμένη τερατογέννηση” και αποτελούν το ακριβώς αντίθετο του επαναστατικού σχέδιου, τουλάχιστο στη Δύση, το οποίο είχε ανέκαθεν ως τελικό στόχο τη “γενικευμένη αυτοδιαχείρηση”. Το κεφάλαιο αποδεικνύει έτσι για μια ακόμη φορά ότι είχε δίκιο. (Βλέπε το βιβλίο: “Οι πρόσφατες εξελίξεις του καπιταλισμού-Υπόθεση O.R.A.I.”, εκδόσεις Επαναστατική αυτοοργάνωση-scripta manent, Αθήνα-Πάτρα 2018), κεντρική διάθεση: βιβλιοπωλείο των συναδέλφων.
Η πτώση του τείχους του Βερολίνου και η κατάρευση του υπαρκτού “σοσιαλισμού” στο τέλος αυτής της δεκαετίας, φαίνονταν να θέτει νέα επαναστατικά καθήκοντα στο διεθνές αναρχικό κίνημα στο σύνολό του. Έτσι, οι σύντροφοι και οι συντρόφισσες που βρίσκονταν γύρω από το περιοδικό Anarchismo, το οποίο συνέχιζε να εκδίδεται τακτικά και ανελιπώς, παρόλες τις όποιες δυσκολίες πάσης φύσης, πολύ γρήγορα, αφού δρομολόγησαν, πάντα στα όρια των δυνατοτήτων μας, συγκεκριμένες διαδικασίες ζύμωσης, κατέληξαν πάντα με τη σημαντική συνεισφορά του Μπονάννο, στη δρομολόγηση της “Πρότασης για μια συζήτηση” για μια “Αντιεξουσιαστική εξεγερτική διεθνή”.
Σύμφωνα βέβαια πάντα με την προσωπική μου άποψη, για άλλη μια φορά, αποδυκνείεται και σε αυτό το χρονικό σημείο, η διορατικότητα και η επαναστατική εγρήγορση των αναρχικών (για να είματε δίκαιοι όχι όλων), μέσα σε μια αγωνιστική πρωτοβουλία που στο βαθμό που θα μπορούσε να υλοποιηθεί, θα προέκυπτε κεφαλαιώδους σημασίας για την πορεία του συνόλου του επαναστατικού κινήματος στην Ευρώπη και όχι μόνο. Το γεγονός ότι δεν μπόρεσε στη συνέχεια να υλοποιηθεί για λόγους που δεν μπορούμε να αναφερθούμε εδώ, δεν αφαιρεί σε τίποτα τη σημασία που είχε και εξακολουθεί να έχει, πάντα στην περίπτωση που εξετάσουμε σοβαρά τις στοχοθεσίες της, ιδιαίτερα υπό το φως των σημερινών τραγικών διεθνών εξελίξεων. (βλέπε: “Για μια Αντιεξουσιαστική εξεγερτική διεθνή-Πρόταση για μια συζήτηση”, Αθήνα 1993 και 2000).
Το 2012 προσκαλέστηκε μαζί με άλλους συντρόφους, από πλευράς μιας πρωτοβουλίας συντρόφων της Λατινικής Αμερικής, σε ένα συνέδριο-περιοδεία σε διάφορες ισπανόφωνες χώρες αυτής της ηπείρου και όπως ήταν φυσικό, σε πολλές από αυτές δεν του επετράπη η είσοδος. Απαγόρευση εισόδου είχε επίσης και από την Ελλάδα για πέντε χρόνια, ύστερα από τις τελευταίες δικαστικές του περιπέτειες στο έδαφος της, το 2010. (Η δημοκρατία, τους πληρώνει τελικά όλους με το κατάλληλο νόμισμα). Οπωσδήποτε, αυτό το πέρασμα του από την Λατινική Αμερική άφησε το αποτύπωμά του, αν κρίνουμε ότι ένα από τα πρώτα μηνύματα που κυκλοφόρησαν διεθνώς μετά την είδησή του θανάτου του, προέρχεται από τους αναρχικούς συντρόφους της Χιλής.
Βέβαια, τελειώνοντας, η προσφορά του, όσο αφορά την έκδοση αλλά και τη συγγραφή από πλευράς του πάσης φύσης και χαρακτήρα γραπτών κειμένων, δεδομένων των στιβαρών γνώσεων που όντως κατείχε σε πολλά γνωστικά πεδία, γίνεται επιεικώς και αστεία να χαρακτηριστεί απλά ως χιλιομετρικού χαρακτήρα. Τα περισσότερα γραπτά του-που συμπεριλαμβάνονται μέσα στις edizioni anarchismo- παραμένουν ακόμη άγνωστα και στους ίδιους τους αναρχικούς. Εμείς, μονάχα συμμετεχοντας μαζί του διαχρονικά σε συγκεκριμένους κοινωνικούς αγώνες, αναφερθήκαμε μονάχα σε αυτά που ως ένα μεγάλο βαθμό συνδιαμορφώσαμε μαζί του, στη θεωρία αλλά και στη πράξη. Δεδομένων αυτών, επιβάλλεται παρόλα αυτά να ειπωθεί ότι, χάρη της ουσιαστικής συνεισφοράς της συντρόφου, Jean Weir, η οποία υπήρξε για αρκετό χρονικό διάστημα και σύντροφος του στη προσωπική ζωή του, πολλά κείμενα “πολιτικού” χαρακτήρα του Αλφέντο Μπονάννο, βρήκαν πλατειά διάχυση διεθνώς, χάρη της σημερινής λειτουργικότητας της αγγλικής γλώσσας προς αυτή την κατεύθυνση.
Μονάχα ενδεικτικά λοιπόν αναφερόμαστε, ως προς αυτό, στην τελευταία κυκλοφορία του αναρχικού τετράδιου κοινωνικής ανάλυσης και μελετών NEGAZINE, το τελευταίο τεύχος του οποίου σταμάτησε το 2022 και του οποίου η Γουέϊρ αποτελούσε μέλος της συντακτικής ομάδας μαζί με άλλους αναρχικούς.
Ειπωμένων όλων αυτών και των αναμφισβήτητων κενών που αφήνουν, δεν υπάρχει επίσης καμμιά απολύτως αμφιβολία ότι ο σύντροφος Αλφρέντο Μπονάννο άφησε ένα μέρος της επαναστατικής του καρδιάς στην Ελλάδα και δεν είναι επίσης ούτε τυχαίο το γεγονός ότι η τελευταία του επιθυμία, μετά το θάνατό του, ήταν να αφεθούν οι στάχτες του σώματος του στη θάλασσα του Ιονίου πελάγους, της σικελικής γενέτειρας του, της Κατάνιας.
Νίκος Νικάνορας
Πηγή: Athens Indymedia