I.
Μαύρα λάβαρα στον άνεμο
βαμμένα με αίμα και ήλιο.
Μαύρα λάβαρα στον ήλιο
ουρλιαχτό δόξας στον άνεμο!
Χρειάζεται να επιστρέψουμε στις ρίζες.
Να πιούμε νερό απ’ τις αρχαίες πηγές!…
Χρειάζεται να επιστρέψουμε στον ηρωικό αναρχισμό, στο ατομικό, βίαιο, αλόγιστο, ποιητικό, αποκεντρωτικό θράσος…
Και χρειάζεται να επιστρέψουμε με κάθε κομμάτι του σύγχρονού μας ενστίκτου, κάθε κομμάτι της νέας μας αντίληψης για τη ζωή και την ομορφιά, κάθε κομμάτι του υγιούς και συνειδητού πεσιμισμού μας, που δεν είναι παραίτηση ή αδυναμία αλλά ανθισμένο λουλούδι της πληθωρικής ζωής. Είμαστε οι αληθινοί μηδενιστές της πραγματικότητας και οι πνευματικοί κατασκευαστές των ιδεατών κόσμων.
Είμαστε καταστροφικοί φιλόσοφοι και δημιουργικοί ποιητές.
Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Περπατάμε…
II.
Κάμποσα χρόνια πριν, όλοι οι βασιλείς της γης κι όλοι οι τύραννοι του κόσμου διέσχισαν το κατώφλι του χρόνου και (γυρνώντας την πλάτη στην αυγή) κάλεσαν (διά βοής) τα φαντάσματα του παρελθόντος: του πιο ζοφερού παρελθόντος!
Οι φωνές των τυράννων και των βασιλέων ενώθηκαν ακόμα και με τις βραχνές φωνές όλων των μεγάλων σπαγκοραμμένων του πνεύματος, της τέχνης, της σκέψης και της ιδέας! Κι απ’ τις φωνές των τυράννων, των βασιλιάδων και των σπαγκοραμμένων, φαντάσματα και πνεύματα σηκώθηκαν απ’ τους τάφους τους κι ήρθαν να χορέψουνε ανάμεσά μας…
Το «κράτος», η «φυλή», η «πατρίδα» γίναν τα μακάβρια σύννεφα που ’καναν έφοδο στους ουρανούς, απειλητικά φαντάσματα που κρύψανε τον ήλιο· που μας πετάξαν πίσω στη σκοτεινή νύχτα των μακρινών μεσαιωνικών καιρών…
III.
Θάνατος!
Ποιος θυμάται τον μακάβριο χορό του οδυνηρού και τερατώδους θεού του πολέμου;
Ποιος θυμάται ακόμα τον πόλεμο;
Πολύς καιρός έχει περάσει μεταξύ του χθες και του σήμερα, αλλά πάνω σ’ αυτή την άτυχη μα ακόμα ευγενή γη, γονιμοποιημένη από υπολείμματα πρησμένων πτωμάτων και άγονου αίματος, κανένα τέλειο, παρθένο λουλούδι, δημιουργημένο από την πνευματικότητα και την αγνότητα, δεν φυτρώνει σήμερα.
Όχι, τα λουλούδια που γεννιούνται τώρα απ’ το ξηρό έδαφος, τόσο μάταια ποτισμένα στο αίμα, δεν είναι τα λουλούδια της ακμάζουσας ζωής, ικανά για τη μεγάλη ελπίδα, για τον γενναίο αγώνα, της σθεναρής σκέψης˙ είναι μάλλον λουλούδια του θανάτου, γεννημένα στη σκιά, που αναπτύσσονται με το μαρτύριο του υποσυνείδητου, παρασυρόμενα στη θύελλα, μεταφέρονται μαζί με την κίνηση του ποταμού της λησμονιάς…
Δεν είμαι συναισθηματικός… αλλά έχω την φρικτή μνήμη του πολέμου.
Ακόμα και το πνεύμα του μεγάλου Ζαρατούστρα (που ήταν ο αληθινότερος εραστής του πολέμου και ο πιο ειλικρινής φίλος του πολεμιστή) πρέπει να έχει αρρωστήσει τρομερά απ’ αυτόν τον πόλεμο…
Πρέπει να ήταν φοβερά άρρωστος, γιατί τον άκουσα να κραυγάζει: «Πρέπει να αναζητήσετε τον δικό σας εχθρό, πολεμήστε για το δικό σας πόλεμο, και για τις δικές σας ιδέες!»
Κι αν η ιδέα σας ενδίδει, η εντιμότητά σας κραυγάζει για τη νίκη.
Αλλά φευ! το ηρωικό κήρυγμα του μεγάλου απελευθερωτή έπεσε στο κενό!
Το ανθρώπινο κοπάδι δεν ήξερε πως να διακρίνει τον εχθρό του ή να παλέψει για τον πόλεμο των δικών του ιδεών. (Το κοπάδι δεν είχε κανένα δικό του ιδεώδες!)
Και μη ξέροντας τα δικά του ιδεώδη που θα μπορούσαν να θριαμβεύσουν, ο Άβελ πέθανε στα χέρια του Κάιν για ακόμη μια φορά.
Μη γνωρίζοντας πως να πει Ναι ή Όχι! Προχωρά σαν δειλός, σαν ρομπότ (1), όπως πάντα.
Αν είχε τουλάχιστον την ικανότητα να πει το Ναι της ενθουσιώδους υποταγής (αφού δεν είχε την ηρωική δύναμη να πει το τιτάνιο Όχι της τραγικής άρνησης) θα μπορούσε να αποδείξει τελικά ότι πίστευε στην «υπόθεση» για την οποία πέθανε, πολεμώντας…
αλλά δεν ήξερε πως να πει ναι ή όχι!
Πήγε!
Σαν δειλός, όπως πάντα!
Έτσι…
Και ξεκίνησε να πάει προς το θάνατο.
Πήγε προς το θάνατο του χωρίς να ξέρει γιατί.
Όπως πάντα!
Κι ο θάνατος δεν περίμενε…
Ήρθε!…
Ήρθε και χόρεψε.
Χόρεψε και γέλασε!
Για πέντε ολόκληρα χρόνια…
Γελούσε και χόρευε πάνω απ’ τα λασπωμένα ορύγματα όλων των πατρίδων του κόσμου.
Ένας μακάβριος χορός!
Ω, τι ηλίθιος και μακάβριος (πόσο θηριώδης και ωμός) είναι αυτός ο θάνατος που χορεύει χωρίς να κουβάλα τα φτερά κάποιου ιδεώδους.
Χωρίς μια βίαια ιδέα που υπονομεύει και καταστρέφει.
Χωρίς μια γόνιμη ιδέα που παράγει και δημιουργεί.
Τι ηλίθιο και φρικτό πράγμα είναι να πεθαίνουν σαν δειλοί, χωρίς να ξέρουν το γιατί.
Τον είδαμε (όπως χόρευε) ο Θάνατος.
Ήταν ο μαύρος Θάνατος, αδιάφανης, χωρίς καμιά ευκρίνεια φωτός.
Ήταν ένας Θάνατος χωρίς φτερά!…
Πόσο άσχημος και χυδαίος ήταν.
Πόσο άχαρος ήταν ο χορός του!
Και πως τους θέριζε (χορεύοντας) όλους τους περίσσιους, όλους εκείνους που περίσσευαν!
Εκείνους για τους οποίους (ο μεγάλος απελευθερωτής λέει πως) το κράτος εφευρέθηκε.
Αλλά, δυστυχώς, δεν θέρισε μόνο αυτούς…
Ναι! Ο Θάνατος (για να εκδικηθεί το Κράτος) θέρισε αυτούς που δεν ήταν άχρηστοι. Αυτούς που ήταν αναγκαίοι…
Θέρισε ακόμα αυτούς των οποίων η ζωή ήταν ένα βαθυστόχαστο ποίημα που η υποσυνείδητη του θλίψη τραγούδησε ένα εύθυμο ρεφρέν…
Αλλά αυτοί οι οποίοι δεν περίσσεψαν, αυτοί που δεν ήταν περίσσιοι, αυτοί που πέφτοντας κραυγάζουν το επαναστατικό και ισχυρά τιτάνιο Όχι! αυτοί θα εκδικηθούν.
Θα εκδικηθούμε γι’ αυτούς!
Θα εκδικηθούμε γι’ αυτούς γιατί ήταν τα αδέρφια μας˙ γιατί πέθαναν με τα άστρα μες στα μάτια τους˙ γιατί όπως πεθαίναν, έπιναν τον ήλιο.
Τον ήλιο του Ονείρου.
Τον ήλιο της Μάχης.
Τον ήλιο της Ζωής.
Τον ήλιο της Ιδέας!
IV
Ο πόλεμος!…
Τι ανανέωσε ο πόλεμος;
Που είναι η ηρωική μεταμόρφωση του πνεύματος;
Πότε ορθώθηκαν οι λαμπερές πινακίδες των νέων ανθρώπινων αξιών;
Σε ποιο ιερό ναό έχουν τον θαυματουργό χρυσό αμφορέα, που περιέχει τις φλεγόμενες καρδιές των δημιουργικών ιδιοφυϊών και των επιβλητικών ηρώων, που οι παράφρονες υποστηρικτές του μεγάλου πολέμου υποσχεθήκαν;
Που λάμπει ο μεγαλοπρεπής ήλιος του νέου μεγάλου μεσημεριού;
Τρομερά ποτάμια αίματος ποτίσαν τη χλόη όλου του κόσμου και προχωρήσαν ουρλιάζοντας σε όλους τους δρόμους της γης.
Τρομαχτικοί χείμαρροι δακρύων έγιναν η σπαρακτική, αγωνιώδης ηχώς του θρήνου τους που αντηχεί μέσα απ’ τις πιο απομονωμένες, τις σκοτεινότερες δίνες όλων των ηπείρων του κόσμου.
Βουνά ανθρώπινων οστών και δέρματος σαπισμένα παντού μες στη λάσπη, και κλάματα σ’ όλο το φως του ήλιου.
Αλλά τίποτα δεν άλλαξε: δεν ωφέλησε σε τίποτα!
Ο ιός που μαστίζει τις κοιλιές των αστών απλά εξαπλώνεται από κορεσμό˙ και η κοιλιά των προλετάριων παραπονιέται απ’ την πολλή πείνα!
Και αρκετά!
Αν με το Χριστό και τον χριστιανισμό, το ανθρώπινο πνεύμα καταστέλλεται μέσα στο κρύο και άδειο διάστημα της μετά θάνατον ζωής, με τον Καρλ Μαρξ και το σοσιαλισμό, ξεπέφτει απλά στο έντερο…
Ο βρυχηθμός που ακούστηκε σε όλο τον κόσμο μετά τον πόλεμο, συγκλονίζοντας την ανθρωπότητα, δεν ήταν παρά ο ήχος των στομαχιών που ο σοσιαλισμός πρόδωσε, εξάλειψε, κατέπνιξε και κρέμασε μόλις αντιλήφθηκε ότι αυτός ο βρυχηθμός άρχιζε να παίρνει ένα κομμάτι απ’ το χρώμα του περιεχομένου της ιδέας…
Αυτή η ανώτατη, ανώνυμη δειλία χρησιμοποίησε την πιο μαύρη, την πιο γυμνή, την πιο άθλια αντίδραση που γεννήθηκε και μεγάλωσε δραματικά.
Ήταν λογική-φυσική-θανατηφόρα!
Ήταν ανθρώπινη…
V
Η εποχή μας (παρά την κενότητα και σε αντίθεση με τα φαινόμενα) βρίσκεται ήδη στα τέσσερα κάτω από τους βαρείς τροχούς της νέας Ιστορίας.
Η απαίσια ηθική του μπάσταρδου χριστιανικού-φιλελεύθερου-αστικού-πληβειακού πολιτισμού μας, στρέφεται προς το ηλιοβασίλεμα.
Η ψευδής κοινωνική μας οργάνωση καταρρέει μοιραία˙ αδυσώπητα!
Το φασιστικό φαινόμενο είναι η πιο σίγουρη, αναμφισβήτητη απόδειξη γι’ αυτό.
Στην Ιταλία όπως παντού…
Για να το αντιληφθείτε δεν χρειάζεται να γυρίσετε πίσω στο χρόνο και να ρωτήσετε την Ιστορία. Αλλά αυτό δεν είναι αναγκαίο! Το παρόν μιλάει αρκετά εύγλωττα…
Ο φασισμός δεν είναι τίποτα παραπάνω παρά η κτηνωδία, ο σπασμός μιας κοινωνίας που πνίγηκε τραγικά στο τέλμα των ψεμάτων της.
Επειδή (ο φασισμός) πραγματικά γιορτάζει διονυσιακά με φλεγόμενες πυρές και μοχθηρά όργια αίματος˙ αλλά το σκοτεινό τρίξιμο της αναψοκοκκινισμένης φωτιάς του δεν εκπέμπει ούτε μια σπίθα ζωντανής πνευματικής καινοτομίας˙ ενώ το αίμα που χύνεται μεταμορφώνεται σε κρασί, που εμείς (οι προάγγελοι του χρόνου) σιωπηλά συλλέγουμε στα κόκκινα κύπελλα του μίσους που προορίζεται να γίνει το ηρωικό ποτό για να κοινωνήσουν τα χλωμά παιδιά της νύχτας και της θλίψης στη μοιραία επικοινωνία της μεγάλης εξέγερσης.
Θα πάρουμε απ’ το χέρι αυτά τα αδέρφια μας για να πορευτούμε μαζί και να αναρριχηθούμε μαζί προς νέες πνευματικές αυγές, προς τις νέες αυγές της ζωής, προς τις νέες κατακτήσεις της σκέψης, προς τις νέες γιορτές φωτός˙ νέα ηλιόλουστα μεσημέρια.
Γιατί είμαστε εραστές του απελευθερωτικού αγώνα.
Γιατί είμαστε τα παιδιά της θλίψης που αυξάνεται και της δημιουργικής σκέψης.
Είμαστε ανήσυχοι αλήτες.
Οι τολμηρότεροι σε κάθε εγχείρημα˙ οι προβοκάτορες κάθε δοκιμασίας.
Και η ζωή μια «δοκιμασία» είναι! Ένα βάσανο! Μια τραγική μάχη.
Μια φευγαλέα στιγμή!
VI
Η θέλησή μας ηρωική!
Όλα θα γίνουν ένα κύμα μίσους στην καρδιά του κόσμου και θα μετατραπούν όλα σε μια καταιγίδα της αβύσσου.
Σ’ ένα τυφώνα των κορυφών.
Σε κραυγές των ψυχών.
Σε ουρλιαχτά λευτεριάς!
Γιορτάζοντας τον κοινωνικό επικήδειο, θα προσπαθήσουμε να αντιληφθούμε την ζωή του ατόμου: του λεύτερου και μεγάλου Εγώ.
Για να μη θριαμβεύει πλέον το σκοτάδι.
Για να μη μας τυλίγουν οι σκιές πια.
Για να γίνει η αστείρευτη φωτιά του ήλιου αιώνια και να διαιωνίζει τη γιορτή του φωτός πάνω σε στεριά και θάλασσα!
Γιατί ‘μαστε φλογισμένοι ονειροπόλοι του αδύνατου: οι επικίνδυνοι κατακτητές των άστρων!
VII
Ο φασισμός (παρά την κενότητα και σε αντίθεση με τα φαινόμενα) είναι κάτι πολύ εφήμερο και ανήμπορος να αποτρέψει την ελεύθερη, αχαλίνωτη πορεία της επαναστατικής σκέψης η οποία ξεχειλίζει και εξαπλώνεται ορμητικά πάνω από κάθε φράγμα και μαίνεται αχαλίνωτα πέρα από κάθε όριο (ως ισχυρή και ζωογόνος δύναμη) πίσω απ’ τα γιγάντια βήματα της σθεναρής και τιτάνιας δράσης του σκληρού ανθρώπινου μυ.
Ο φασισμός είναι ανίσχυρος γιατί είναι ωμή βία.
Είναι ύλη χωρίς πνεύμα.
Είναι σώμα χωρίς νου.
Μια νύχτα χωρίς αυγή.
Είναι το άλλο πρόσωπο του σοσιαλισμού…
Δυο καθρέφτες χωρίς φως: δυο έκπτωτοι αστέρες!
Ο σοσιαλισμός είναι η αριθμητική (υλιστική) δύναμη που, δρώντας στη σκιά ενός δόγματος, διαλύει και διαλύεται σ’ ένα άθλιο «όχι» της πνευματικότητας˙ που την εκκενώνει από κάθε αδέσμευτο, εκούσιο, ηρωικό, ιδεώδες. Ο φασισμός είναι το επιληπτικό παιδί του πνευματικού «όχι», που αποκτηνώνεται από τη (μάταια) προσπάθεια για το χυδαίο υλιστικό «ναι».
Στο πεδίο των ηθικών αξιών είναι ίσοι. Φασισμός και σοσιαλισμός είναι δυο αντάξια αδέρφια. Ακόμα κι αν αποκαλέσετε τον τελευταίο Άβελ και τον πρώτο Κάιν. Ένα κοινό Όνειρο τους ενώνει. Κι αυτό τ’ όνειρο λέγεται Εξουσία.
VIII
Μαύρα λάβαρα στον άνεμο
βαμμένα με αίμα και ήλιο.
Μαύρα λάβαρα στον ήλιο
ουρλιαχτό δόξας στον άνεμο!
Αυτό που δεν έκανε και δεν μπορούσε να κάνει ο πόλεμος,
μπορεί και θα το κάνει η επανάσταση!
Ω, μαύρες παντιέρες υψωμένες
απ’ την πυγμή του εξεγερμένου ανθρώπου
-που συγκεντρώνει τη ματιά του έντονα
πέρα απ’ το κυρίαρχο ψέμα
-ανεμίζοντας στον ήλιο και τον άνεμο
ανεμίζοντας στον άνεμο και τον ήλιο
Η νίκη γελά στο βάθος!
Στο βάθος – στο βάθος – στο βάθος!
Στο μεγαλείο του ήλιου και τ’ ανέμου!
IX
Φασισμός και σοσιαλισμός είναι τσιρότα στο χρόνο: αυτοί που αναβάλουν την πράξη!
Είναι θυμωμένα αποκρυσταλλωμένα απολιθώματα που ο αποφασιστικός δυναμισμός (με τον οποίο σχεδιάζουμε την ιστορία όπως προχωρά) θα εξαφανίσει στον ίδιο τάφο των καιρών. Γιατί στο πεδίο των πνευματικών και ηθικών αξιών, οι δυο εχθροί είναι ολόιδιοι.
Είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Κι οι δυο δεν διαθέτουν το φως της αιωνιότητας!
Μόνο οι μεγάλοι πνευματώδεις αλήτες (φορείς της μαύρης σημαίας) μπορούν να ‘ναι η φωτεινή ζωογόνος δύναμη που ωθώντας την αιώνια επανάσταση σπρώχνει τον κόσμο προς τα μπρος.
X
Η αποφασιστική ψυχή μας είναι πολύμορφη…
Διαπερνά τον παλλόμενο καυτό ήλιο και τα τρεμάμενα απ’ τη συγκίνηση άστρα!
Είμαστε ποιητές της επανάστασης και φιλόσοφοι της καταστροφής.
Είμαστ’ αναρχικοί.
Εικονοκλάστες!
Ατομικιστές,
άθεοι,
μηδενιστές!
Είμαστε φορείς των μαύρων σημαιών.
Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Περπατάμε!…
Και στο θέατρο της ανθρωπότητας, η θέση μας είναι η πιο ακραία απ’ όλη την άκρα αριστερά.
XI
Πίσω απ’ τα γιγάντια, μαύρα σύννεφα που εξακολουθούν να κρύβουν τον ουρανό, ένα κόκκινο λυκόφως αναβοσβήνει.
Η τραγική γιορτή του κοινωνικού δειλινού πλησιάζει.
Το τελευταίο βράδυ θα είναι μαύρο με το πορφυρό του αίματος.
Μ’ αίμα και φωτιά.
Γιατί το αίμα, αίμα ζητά.
Είναι παλιά ιστορία…
Κι έπειτα τα παιδιά μας (τα παιδιά της Αυγής) πρέπει να γεννηθούν από αίμα και να σφυρηλατηθούν από φωτιά.
Γιατί οι νέες ατομικιστικές ιδέες πρέπει να γεννηθούν πιο παρθένες και όμορφες από τις μεγάλες κοινωνικές τραγωδίες: από τις θύελλες των νέων τυφώνων.
Κι είναι μόνο απ’ τη μεγάλη καταστροφή της φωτιάς και του αίματος που ο αληθινός Αντίχριστος από το βάθος της ανθρωπότητας και της σκέψης θα γεννηθεί. Το αληθινό τέκνο της γης και του ηλίου ικανό να σκαρφαλώσει πάνω απ’ τις κορφές και να ερευνεί την άβυσσο.
Γιατί ο Αντίχριστος είναι Αετός και Φίδι.
Κατοικεί στις κορφές και στα βάθη.
Αυτός (το πνεύμα του νέου ανθρώπου) θα περάσει μέσα απ’ τα καπνισμένα ερείπια του παλιού, κατεστραμμένου κόσμου για να υψωθεί πάνω απ’ το μεγαλοπρεπές μυστήριο της παρθένας αυγής που πλησιάζει.
Εκείνος (όμορφος και θαυμαστός) θα σταθεί στο κατώφλι του νέου πρωινού ποτισμένου απ’ την άγρια, σπινθηρίζουσα δύναμη της υπεράνθρωπης ομορφιάς, λέγοντας στους ανθρώπους που διστάζουν: Εμπρός, εμπρός!
Τρέχουμε πέρα από κάθε σύστημα
Τρέχουμε πέρα από κάθε φόρμα
Πετάμε προς την υπέρτατη λευτεριά
Προς την ακραία ΑΝΑΡΧΙΑ!
XII
Εμείς (τα λεύτερα πνεύματα) οι αλήτες της ιδέας, άθεοι της μοναξιάς, δαίμονες της αφανούς ερήμου που δεν έχει μάρτυρες.
Εμείς (τα Τέρατα του νυχτερινού φωτός), έχουμε ήδη προχωρήσει προς τις ακραίες κορυφές.
Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Και (μαζί με μας) όλα πρέπει να οδηγούνται στην ανώτερη συνέπειά τους.
Ακόμα και το μίσος.
Ακόμα και η βία.
Ακόμα και το «έγκλημα»!
Γιατί το μίσος δίνει τη δύναμη που τολμά.
Η βία και το «έγκλημα» είναι η ιδιοφυΐα που καταστρέφει και η ομορφιά που δημιουργεί.
Και θέλουμε να τολμήσουμε.
Καταστρέφοντας (ανανεώνοντας) να δημιουργήσουμε!
Επειδή όλα αυτά που είναι ρηχά και χυδαία πρέπει να υπονομευτούν και να διαλυθούν.
Πρέπει να μείνει μόνο ότι είναι εξαίρετο.
Γιατί ότι είναι εξαίρετο ανήκει στην Ομορφιά.
Και η ζωή θα πρέπει να είναι όμορφη.
Ακόμα και στη θλίψη.
Ακόμα και μες στη θύελλα!…
XIII
Έχουμε σκοτώσει τον «καθήκον» της αλληλεγγύης, έτσι ώστε η ελεύθερη επιθυμία μας για αυθόρμητη αγάπη και εθελοντική πατρότητα να αποκτά μια ηρωική αξία στη ζωή.
Σκοτώσαμε το έλεος γιατί είναι ένα ψευδές χριστιανικό συναίσθημα και επειδή θέλουμε να δημιουργήσουμε τον ευγενή, ακατανόητο δοτικό εγωισμό.
Στραγγαλίσαμε το ψευδές κοινωνικό δικαίωμα (δημιουργό ταπεινών, δειλών και επαιτών) έτσι ώστε ο άνθρωπος να σκάψει ως το βαθύτερο, το πιο μυστικό «ΕΓΩ» του για να βρει τις δυνάμεις του Μοναδικού.
Επειδή το γνωρίζουμε από μόνοι μας.
Η ζωή κουράστηκε να έχει καχεκτικούς εραστές.
Γιατί η γη κουράστηκε να καταπατείται μάταια από τεράστιες ορδές νάνων που ψέλνουν ηλίθιες χριστιανικές προσευχές.
Και τέλος γιατί εμείς κουραστήκαμε απ’ αυτούς τους ψόφιους «αδελφούς» μας που ‘ναι ανίκανοι για ειρήνη ή πόλεμο. Κατώτεροι του μίσους και της αγάπης.
Ναι! Βαρεθήκαμε!
Η ανθρωπότητα πρέπει να ανανεωθεί.
Πρέπει το επικό και βάρβαρο τραγούδι της νέας και παρθένας ζωής να ‘αντηχήσει σ’ ολάκερο τον κόσμο.
Είμαστε οι φορείς
των αναμμένων πυρσών.
Είμαστε οι φλογιστές
των αναμμένων πυρών.
Η σημαία μας μαύρη.
Ο δρόμος μας είναι το άπειρο.
Και το ύψιστο ιδανικό μας
είναι η κορφή και η άβυσσος.
Περπατάμε!…
Περπατάμε μες στη νύχτα
μ’ έναν ήλιο στο τσερβέλο·
και με πυρωμένα μάτια
δύο πελώρια χρυσά αστέρια.
Περπατάμε…
Κι αν τα όνειρά μας είναι μια χίμαιρα;
Κι αν οι αγώνες μας είναι άχρηστοι και μάταιοι;
Κι αν η ανανέωση της ανθρωπότητας είναι αδύνατον να επιτευχθεί;
Α, όχι. Θα περπατήσουμε παρ’ όλα αυτά.
Για την αξιοπρέπειά μας.
Για την αγάπη των ιδανικών μας.
Για την λευτεριά του πνεύματός μας.
Για το πάθος του μυαλού μας.
Για την αναγκαιότητα της ζωής μας.
Καλύτερα να πεθάνουμε σαν ήρωες στην προσπάθεια γι΄ απελευθέρωση και αυτό-ανύψωση του εαυτού μας, παρά να φυτοζωούμε ως ανίκανοι και δειλοί στην απεχθή αυτή πραγματικότητα.
Ω μαύρες παντιέρες,
ω μαύρα τρόπαια,
εμβλήματα και σύμβολα
της αιώνιας εξέγερσης.
Εσείς είστε η ματωμένη απόδειξη όλης της ανθρώπινης τόλμης:
Είστε οι υπονομευτές όλων των προκαταλήψεων:
Εσείς που είστε οι μόνοι πραγματικοί εχθροί όλης της ανθρώπινης ντροπής˙ όλων των απαίσιων ψεμάτων!
Εσείς που τραγουδάτε την αιώνια εξέγερση, ποτισμένοι απ’ τη θλίψη και το αίμα!
Την σφίγγω μες στη γερή γροθιά μου
και μες στις θύελλες και τους ανέμους
την υψώνω στο μεγαλείο του ήλιου.
Στο μεγαλείο του ήλιου και των ανέμων…
Των ανέμων και του ήλιου και του φωτός.
Από το Il Proletario, τ. 2, Ποντρεμόλι, Ιούλης 1922