Parabellum: Ενάντια στην αναρχία ως κοινωνική πρόνοια

Μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, είναι σχετικά εύκολο να παρατηρήσει κανείς  μια κοινωνιστική στροφή του αναρχικού-αντιεξουσιαστικού χώρου. Βασισμένοι σε μια ανάλυση της εξέγερσης που έλεγε πως ο τερματισμός της οφειλόταν στο μη άνοιγμα του λόγου της στο προλεταριάτο και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, πολλοί αναρχικοί στράφηκαν σε μια όλο και πιο εξωστρεφή δράση με σκοπό τη διάχυση του λόγου στην κοινωνία. Είδαμε λοιπόν τις περίφημες λαϊκές συνελεύσεις, τα αυτοοργανωμένα εγχειρήματα αναρχικών, αριστερών και παρατρεχάμενων, τα αυτόνομα σχήματα στα πανεπιστήμια κλπ.

Με τον ερχομό της \”κρίσης\” αυτή η κοινωνιστική \”δυναμική\” βρήκε νέο πεδίο δράσης στην κάλυψη του κενού που άφησε η στρατηγική διάλυση, από τη μεριά της εξουσίας, του κοινωνικού κράτους. Βέβαια η συγκεκριμένη νοοτροπία υπήρχε και πριν την εξέγερση στο θέμα της αλληλεγγύης στους μετανάστες. Είτε λόγω ενός αισθήματος \”ταξικής αδελφοσύνης\”, είτε από απλή φιλανθρωπία πολλοί ασχολήθηκαν με τις άμεσες υλικές ανάγκες των μεταναστών καθώς και με την ανάγκη νομιμοποίησης έστω κάποιον πτυχών της ύπαρξης τους στην Ελλάδα (π.χ. προσωρινές άδειες παραμονής, άδειες εργασίας και ταξιδιωτικά έγγραφα).

Σε περιβάλλον κρίσης λοιπόν αυτή η σταυροφορία ανθρωπιάς γιγαντώθηκε. Συλλογικές κουζίνες ανέργων, ανταλλακτικά παζάρια, εμπόριο χωρίς μεσάζοντες, στέγαση, d.i.y. μαθήματα χειροτεχνίας και άλλων, παιδικοί \”σταθμοί\”, λαϊκές πολιτιστικές εκδηλώσεις, είναι μόνο μερικές από τις δομές που στήθηκαν για να καλύψουν τις υλικές και δευτερευόντως κάποιες πνευματικές ανάγκες του εξαθλιωμένου πληθυσμού.

Πριν περάσουμε στην ουσία αυτής της πρακτικής ας προσπαθήσουμε να δούμε την οπτική του κράτους. Είναι ελπίζω γενικά αποδεκτό πως το κράτος αντιμετωπίζει τους πολίτες του ως υποτελείς του και πως το κεφάλαιο βλέπει μόνο παραγωγικές μονάδες και καταναλωτές. Λίγο ενδιαφέρει το κράτος και το κεφάλαιο αν το υποκείμενο είναι μετανάστης, γυναίκα, ανήλικος, άνδρας, νέος ή γέρος κλπ. Εννοώ δεν τον ενδιαφέρουν ως τέτοιοι. Το κράτος αντίθετα με τους σκλάβους του δεν είναι ούτε φύσει ρατσιστικό, ούτε φύσει πατριαρχικό, ούτε βέβαια φύσει πατριωτικό, ούτε τίποτα. Χρησιμοποιεί όμως αυτά τα ιδεολογήματα όταν τα χρειαστεί. Έτσι σήμερα που υπάρχει πλεονάζον εργατικό δυναμικό φοράει η μάσκα του ρατσιστή και του διώκτη των απόκληρων όπως με την ίδια ευκολία είχε φορέσει το προσωπείο του κοσμοπολίτη όταν χρειαζόταν φθηνά εργατικά χέρια τη δεκαετία του 90. Δεν μπορεί σήμερα να ανεχτεί μια μάζα πεινασμένων να διακόπτει την ομαλότητα της οικονομίας με πολιτικές ή παραβατικές συμπεριφορές. Ταυτόχρονα όμως γνωρίζει πως δε μπορεί απλά να εξολοθρεύσει σωματικά όσους του περισσεύουν. Επομένως μεταχειρίζεται άλλες πλάγιες στρατηγικές όπως τη συνεργασία σε κάποια επίπεδα με τους ναζί, την εξώθηση στο έγκλημα και μετά στη φυλακή-αποθήκη, την επιμήκυνση της στρατιωτικής θητείας, τις αυτοκτονίες κλπ. Το κράτος ενδιαφέρεται να διατηρήσει την εξουσία του. Προσπαθεί πάντα να βρει την ισορροπία μεταξύ πολιτικού κόστους και αποτελεσματικότητας. Εδώ λοιπόν έρχεται η αναρχική φιλανθρωπία που άθελα της το συνδράμει.

Γιατί, τι ενοχλεί πιστεύεται το κράτος π.χ. μια συλλογική κουζίνα;  Ταΐζει τους υποτελείς που δεν συμφέρει οικονομικά να ταΐζει το ίδιο και επιπλέον οι τελευταίοι ως χορτασμένοι είναι πιο διαχειρίσιμοι. Το κράτος δε χρειάζεται ούτε να ξοδέψει για τους περισσευούμενος ούτε να διακινδυνεύει να φθαρεί πολιτικά μέσω μιας άγριας καταστολής. Βέβαια η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας από μεριάς αναρχικών προϋποθέτει την απόρριψη του ανθρωπισμού, αυτού του αστικού κατάλοιπου του Διαφωτισμού που επιμένει να κουβαλάει. Όσο οι αναρχικοί βλέπουν τους εαυτούς τους ως ταπεινούς σωτήρες της ανθρωπότητας θα φανερώνουν μια ευμεγέθη αχίλλειο φτέρνα στην οποία θα στοχεύει η εξουσία. Επιπλέον η συνθήκη της φιλανθρωπίας είναι άκρως εξαχρειωτική και για τις δύο πλευρές. Ο φιλάνθρωπος αναγκάζεται υποσυνείδητα να έχει μια σχέση ευθύνης προς τους κοινωνικά απόβλητους λες και η εξαθλίωση τους είναι δικό του έργο. Ο δέκτης της φιλανθρωπίας αποκτά σχέση εξάρτησης με το φιλάνθρωπο και επιβεβαιώνεται η αδυναμία της ατομικότητας του να πάρει τη ζωή του στα χέρια του. Ο εξεγερμένος γίνεται παραμάνα και ο σκλάβος παραμένει σκλάβος.

Οι αναρχικοί όμως δε χρησιμοποιούν μόνο το επιχείρημα της \”κοινωνικής αλληλεγγύης\”, της λεκτικά κεκαλυμμένης δηλαδή, φιλανθρωπίας. Υποστηρίζουν πως αυτές οι δομές προβάλλουν έναν άλλον τρόπο κοινωνικής οργάνωσης. Θα μπορούσαμε να πούμε εδώ πως αυτός ο ρεφορμιστικός στόχος δεν είναι δουλειά των αναρχικών αλλά ακόμα και αυτός σπάνια επιτυγχάνεται. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει τα κοινωνικά υποκείμενα που εμπλέκονται να θέλουν κάτι τέτοιο. Άσχετα με τα φαντασιακά των συντρόφων που οργανώνουν αυτά τα εγχειρήματα, τα υποκείμενα έρχονται για έναν ειλικρινέστατο και προφανή λόγο: για να τραφούν να ντυθούν και να ψυχαγωγηθούν τσάμπα. Θα μπορούσαν να είναι ακριβώς οι ίδιοι που χτες έτρωγαν στο συσσίτιο της ενορίας ή έμειναν στο ξενώνα μιας Μ.Κ.Ο. Ελάχιστα τους ενδιαφέρει η κοινωνική αυτοοργάνωση με βάση τα αναρχοκομμουνιστικά προτάγματα, όπως και ελάχιστα τους ενδιαφέρει η κατάλυση των εμπορευματικών σχέσεων. Αν μπορούσαν να εξασφαλίσουν πχ. ένα προνοιακό επίδομα θα προτιμούσαν αυτό και αν κάποιοι ελάχιστοι γύριζαν στις αυτοοργανωμένες ή όχι δομές θα το έκαναν με το ρόλο πλέον του φιλάνθρωπου.

Με αυτόν λοιπόν το κοινωνιστικό, φιλανθρωπικό προσανατολισμό είναι αδύνατη η κοινωνική κριτική. Κανείς δε μιλάει πια για τις ευθύνες των υποκειμένων. Ούτε για τους μετανάστες που βρίσκονται για δεκαετίες στην Ελλάδα και το μόνο που έφτιαξαν ήταν διακοσμητικές μεταναστευτικές οργανώσεις και δεν άγγιζαν τους φασίστες ακόμα και πριν την κρίση που δε γέμιζαν ούτε ταξί, ούτε για τη μικροαστοικοποίηση πολλών εξ αυτών, ούτε για την σχεδόν καθολικά αδιαμαρτύρητη ανοχή στις αστυνομικές παρενοχλήσεις και το ντόπιο ρατσισμό. Ούτε για του ελληνάρες που θεωρούσαν την υλική φτωχιά αμαρτία αφού οι ίδιοι ήταν ματωμένοι νοικοκυραίοι,  που στήριζαν το σύστημα που τους έτρεφε για δεκαετίες και σαν ζόμπι κατανάλωναν και παρήγαν ότι πρόσταζαν τα αφεντικά και που η μόνη πράξη \”κοινωνικής ανυπακοής\” που κατάφεραν να κάνουν μαζικά, ήταν ο αγανακτισμένος βόθρος.

Διατηρούμε λοιπόν τα σκατά που έχει η πλέμπα στο κεφάλι της γιατί τώρα η προτεραιότητα είναι να γεμίσει την κοιλιά της ώστε να μπορούμε να της δείξουμε το δρόμο για την επανάσταση και τη βασιλεία των ουρανών. Τι σημασία έχει αν το μόνο που θέλει είναι δουλειά για να μπορεί ξανά να καταναλώνει όπως πριν, τι σημασία έχει που συναινούσε και συναινεί στην καταστολή των αναρχικών, τι σημασία έχει που εκτός από τους πατροπαράδοτους νταβατζήδες της, τώρα στηρίζει και τους νεοναζί αλλά και τη ρεφορμιστική αριστερά της διαχείρισης. Τι σημασία έχει εν τέλει αν δε θέλει επανάσταση. Πρέπει να την κάνει με το ζόρι.

Δυστυχώς ο ρεαλισμός είναι σπάνια αναλυτικό εργαλείο των αναρχικών. Σήμερα όμως που η εξολόθρευση μας είναι κεντρική επιλογή των εξουσιαστών, δεν έχουμε περιθώρια να φαντασιωνόμαστε λαϊκούς ξεσηκωμούς. Και αν τελικά ηττηθούμε, η αντικοινωνική κριτική που θα ακολουθήσει  θα είναι απλά ένα κενό παράπονο. Εμείς θα φταίμε και όχι οι μάζες.

Parabellum Φεβρουάριος 2013

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.