Sasha K.: Η εξεγερσιακή πράξη και η αυτο-οργάνωση του αγώνα

Για τους αναρχικούς τα ερωτήματα σχετικά με το πως να δράσουν και πως να οργανωθούν είναι στενά συνδεδεμένα. Και είναι αυτά τα δύο ερωτήματα, και όχι το ερώτημα της επιθυμητής μορφής μιας μελλοντικής κοινωνίας, που μας παρέχουν την πιο χρήσιμη μέθοδο για την κατανόηση των διάφορων μορφών αναρχισμού που υπάρχουν. Ο εξεγερσιακός αναρχισμός είναι μια τέτοια μορφή, αν και είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι οι εξεγερσιακοί αναρχικοί δεν αποτελούν ένα ενιαίο μπλοκ, αλλά οι προοπτικές τους είναι εξαιρετικά ποικίλες. Ο εξεγερσιακός αναρχισμός δεν είναι μια ιδεολογική λύση στα κοινωνικά προβλήματα, ένα εμπόρευμα στην καπιταλιστική αγορά ιδεολογιών και απόψεων, αλλά μια συνεχής πρακτική που στοχεύει στο να βάλει τέλος στην κυριαρχία του κράτους και στην συνέχιση του καπιταλισμού, η οποία απαιτεί ανάλυση και συζήτηση για να προχωρήσει. Ιστορικά, οι περισσότεροι αναρχικοί, εκτός από εκείνους που πίστευαν ότι η κοινωνία θα εξελισσόταν σε σημείο που θα άφηνε πίσω της το κράτος, πίστευαν ότι κάποιο είδος εξεγερσιακής δραστηριότητας θα ήταν απαραίτητο για να μετασχηματιστεί ριζικά η κοινωνία. Πιο απλά, αυτό σημαίνει ότι το κράτος πρέπει να χτυπηθεί από τους εκμεταλλευόμενους και τους αποκλεισμένους, επομένως οι αναρχικοί πρέπει να επιτεθούν: το να περιμένουμε να εξαφανιστεί το κράτος είναι ήττα.

Θα διευκρινίσω κάποιες συνέπειες που κάποιοι εξεγερσιακοί αναρχικοί έχουν αντλήσει από αυτό το γενικό πρόβλημα: αν το κράτος δεν εξαφανίζεται από μόνο του, πώς τότε θα τερματίσουμε την ύπαρξή του; Ο εξεγερσιακός αναρχισμός είναι πρωτίστως μια πρακτική και εστιάζει στην οργάνωση της επίθεσης (οι εξεγερσιακοί αναρχικοί δεν είναι ενάντια στην οργάνωση, αλλά είναι επικριτικοί στις μορφές οργάνωσης που μπορούν να παρεμποδίσουν δράσεις που επιτίθενται στο κράτος και το κεφάλαιο). Έτσι, το επίθετο «εξεγερσιακός» δεν είναι συγκεκριμένα ένα συγκεκριμένο μοντέλο του μέλλοντος.

Οι αναρχικοί που πιστεύουν ότι πρέπει να περάσουμε από μία εξεγερσιακή περίοδο για να απαλλάξουμε τον κόσμο από τους θεσμούς της κυριαρχίας και της εκμετάλλευσης, επιπλέον, παίρνουν ποικίλες θέσεις σχετικά με την μορφή μιας μελλοντικής κοινωνίας – μπορεί να είναι αναρχοκομμουνιστές, ατομικιστές ή ακόμα και πριμιτιβιστές. Πολλοί αρνούνται να προσφέρουν καν κάποιο συγκεκριμένο, μοναδικό μοντέλο του μέλλοντος, πιστεύοντας ότι οι άνθρωποι θα επιλέξουν μια ποικιλία κοινωνικών μορφών για να οργανωθούν, όταν τους δοθεί η ευκαιρία. Είναι επικριτικοί απέναντι σε ομάδες ή τάσεις που πιστεύουν ότι είναι «φορείς της αλήθειας» και προσπαθούν να επιβάλλουν την ιδεολογική και τυπική τους λύση στο πρόβλημα της κοινωνικής οργάνωσης. Αντίθετα, πολλοί εξεγερσιακοί αναρχικοί πιστεύουν ότι μέσα από τον αυτο-οργανωμένο αγώνα οι άνθρωποι θα μάθουν να ζουν χωρίς θεσμούς κυριαρχίας.

Ενώ οι εξεγερσιακοί αναρχικοί δραστηριοποιούνται αυτήν την στιγμή σε πολλά μέρη του κόσμου, τα σημεία αυτού του άρθρου επηρεάζονται ιδιαίτερα από τις δραστηριότητες και τα γραπτά εκείνων που βρίσκονται στην Ιταλία και την Ελλάδα, οι οποίες είναι επίσης οι χώρες όπου οι εξεγερσιακοί αναρχικοί είναι οι πιο δραστήριοι. Η σημερινή, εξαιρετικά ποικιλόμορφη Ιταλική εξεγερσιακή αναρχική σκηνή, η οποία επικεντρώνεται γύρω από έναν αριθμό κατειλημμένων χώρων και εκδόσεων, υπάρχει ως ένα άτυπο δίκτυο που διεξάγει τον αγώνα του έξω από κάθε επίσημη οργάνωση. Αυτή η τάση έχει λάβει την ταμπέλα «εξεγερσιακός αναρχισμός» για να διακριθεί από την Ιταλική Αναρχική Ομοσπονδία, μια πλατφορμιστική οργάνωση που απορρίπτει επίσημα τις ατομικές πράξεις εξέγερσης, ευνοώντας μόνο την μαζική δράση και μια εκπαιδευτική και ευαγγελική πρακτική που επικεντρώνεται στην προπαγάνδα σε «μη επαναστατικές περιόδους», και από τους Ιταλικούς ελευθεριακούς κοινοτιστές που υιοθετούν μια, σε μεγάλο βαθμό, ρεφορμιστική προσέγγιση της «αναρχικής» δραστηριότητας.

Οι εξεγερσιακοί αναρχικοί δεν είναι ιστορικοί ντετερμινιστές, δηλαδή δεν βλέπουν την ιστορία ως κάτι που ακολουθεί μια καθορισμένη πορεία, ως κάτι με το οποίο πρέπει να κινηθούμε συντονισμένα. Αντίθετα, η ιστορία είναι ένα ανοιχτό βιβλίο και η πορεία που θα ακολουθήσει εξαρτάται από τις πράξεις μας. Με αυτήν την έννοια, μια αληθινή πράξη δεν συμβαίνει μέσα σε κάποιο κόντεξτ, αλλά στο κόντεξτ καθεαυτό. Για να έρθουμε σε ρήξη με το παρόν πρέπει να δράσουμε ενάντια στο υπάρχον κόντεξτ και όχι να περιμένουμε μια ιστορικά καθορισμένη στιγμή για να δράσουμε, γιατί αυτή δεν θα έρθει ποτέ. Η πράξη δεν αναπτύσσεται έξω από το εν λόγω κόντεξτ, συμβαίνει στο ίδιο το κόντεξτ και το αλλάζει εντελώς, μετατσρέποντας το αδύνατο μιας στιγμής στο δυνατό της επόμενης. Και αυτή είναι η καρδιά του εξεγερσιακού γεγονότος. Καθώς το εξεγερσιακό γεγονός μεταμορφώνει το πλαίσιο της δυνατότητας, μεταμορφώνει επίσης τον άνθρωπο και τις ανθρώπινες κοινωνικές σχέσεις.

Ωστόσο, για να συμβεί ένα εξεγερσιακό γεγονός που θα ανοίξει μια ρήξη με το παρόν, πρέπει να δώσουμε προσοχή στο ζήτημα της οργάνωσης. Οι αναρχικοί πρέπει να κάνουν ό,τι μπορούν για να ανοίξουν και να αναπτύξουν το δυναμικό της εξέγερσης. Ορισμένες μορφές οργάνωσης ωστόσο, καταπνίγουν τις δυνατότητές μας να δράσουμε πραγματικά ενάντια στο παρόν και για ένα νέο μέλλον, να κινηθούμε προς την εξέγερση και την μόνιμη ρήξη με το κράτος και το κεφάλαιο. Οι μόνιμες οργανώσεις, οι οργανώσεις που προσπαθούν να συνθέσουν τους αγωνιζόμενους σε μια ενιαία, ενοποιημένη οργάνωση και οι οργανώσεις που προσπαθούν να μεσολαβήσουν στον αγώνα είναι όλες μορφές οργάνωσης που τείνουν να κλείσουν το δυναμικό της εξέγερσης. Αυτοί οι τρόποι οργάνωσης επισημοποιούν και αυστηροποιούν τις σχέσεις των αγωνιζόμενων με τρόπους που περιορίζουν τον ευέλικτο συνδυασμό της δύναμής μας να δράσουμε. Η ενεργός δύναμή μας, η δύναμή μας να δημιουργούμε και να μετασχηματίζουμε, είναι το μοναδικό μας όπλο, και αυτό που περιορίζει αυτήν την δύναμη μέσα από το κίνημα των εκμεταλλευόμενων και αποκλεισμένων είναι η μεγαλύτερη αδυναμία μας. Αυτό δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να παραμείνουμε ανοργάνωτοι (πράγμα αδύνατο – πάντα έχουμε κάποιο επίπεδο οργάνωσης, όσο άτυπο κι αν είναι) – στην πραγματικότητα, θέτει το ίδιο το ζήτημα της οργάνωσης: πως θα συνδυαστούμε με τρόπο που να προωθεί τις ενεργές δυνάμεις μας;

1. Ενάντια στις μόνιμες οργανώσεις

Οι μόνιμες οργανώσεις τείνουν να αποκτούν μια δική τους λογική – μια λογική που υπερισχύει αυτή της εξέγερσης. Αρκεί να ρίξει κανείς μια ματιά στις λειτουργίες αυταρχικών, λενινιστικών ομάδων ή αριστερών, ακτιβιστικών οργανώσεων για να διαπιστώσει αυτό το γεγονός. Συνήθως όλα αφορούν την οικοδόμηση της ομάδας, την στρατολόγηση πάνω απ’ όλα – η μονιμότητα γίνεται ο πρωταρχικός στόχος. Η εξουσία διαχωρίζεται από εκείνους που δραστηριοποιούνται στον αγώνα και καθιερώνονται στην οργάνωση. Ο οργανωτής διαχωρίζεται από τους οργανωμένους και τείνει να πειθαρχεί και να μιλάει εκ μέρους του αγώνα.

2. Ενάντια στην διαμεσολάβηση με την εξουσία

Καθώς οι οργανώσεις γίνονται πιο μόνιμες και αρχίζει να τους απασχολεί η στρατολόγηση, συχνά αρχίζουν να ανησυχούν για την εικόνα τους και προσπαθούν να περιορίσουν τις ενέργειες άλλων μέσα στον αγώνα που μπορεί να δώσουν κακό όνομα στο κίνημα. Όσο περισσότερο θεσμοθετούν την εξουσία μέσα στην οργάνωσή τους, τόσο περισσότερο τείνουν να περιορίζουν την άμεση συγκρουσιακή δράση και να ενθαρρύνουν τον διάλογο και την διαμεσολάβηση. Αφελώς, καταλήγουν να θέλουν να αξιοποιήσουν την δύναμη μιας μάζας σωμάτων προκειμένου να πάρουν μια θέση στο τραπέζι της εξουσίας. Αυτή η διαδικασία λειτουργεί σε μεγάλο βαθμό στο κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης – οι μεγαλύτερες οργανώσεις προσπαθούν όλο και περισσότερο να διαμεσολαβούν με την εξουσία. Είναι επίσης ο ρόλος που αναλαμβάνουν τα συνδικάτα στην κοινωνία. Για τους αναρχικούς, φυσικά, όντας ενάντια στον καπιταλισμό και το κράτος στο σύνολό τους, δεν μπορεί να υπάρξει διάλογος με την θεσμοθετημένη εξουσία. Η προθυμία των εξουσιαστών να ξεκινήσουν έναν διάλογο μπορεί να είναι σημάδι της αδυναμίας τους, αλλά είναι επίσης η αρχή της ήττας μας όταν περιορίζουμε την ενεργό δύναμή μας για να συμμετάσχουμε μαζί τους στην συζήτηση.

3. Τυπικότητα και ατυπικότητα

Οι τυπικές οργανώσεις διαχωρίζουν τους ανθρώπους σε επίσημους ρόλους οργανωτών και οργανωμένων. Οι ρόλοι του οργανωτή και του οργανωμένου, φυσικά, αντικατοπτρίζουν τους ίδιους τους κοινωνικούς ρόλους που είναι απαραίτητοι για την λειτουργία της κοινωνίας που εμείς οι αναρχικοί προσπαθούμε να ξεπεράσουμε. Επιπλέον, η τυπική οργάνωση τείνει να διαχωρίζει την απόφαση από την στιγμή και την κατάσταση της ίδιας της πράξης, διαχωρίζοντας την απόφαση από την εκτέλεσή της και περιορίζοντας έτσι την αυτονομία της δράσης. Και οι δύο αυτές τάσεις καθιστούν άκαμπτες τις κοινωνικές σχέσεις που είναι ζωτικής σημασίας για όσους αγωνίζονται. Οι τυπικές οργανώσεις συχνά αναλαμβάνουν επίσης τον ρόλο της εκπροσώπησης του «κινήματος», μετατοπίζοντας τον χαρακτήρα του αγώνα από κοινωνικό σε πολιτικό. Οι εξεγερσιακοί αναρχικοί τείνουν να προωθούν την άτπη οργάνωση επειδή αναγνωρίζουν ότι εμείς, ως αναρχικοί, είμαστε μέρος αυτών που αγωνίζονται, και δεν στεκόμαστε έξω και πάνω από τους εκμεταλλευόμενους και αποκλεισμένους οργανώνοντάς τους πολιτικά.

4. Η οργάνωση αναπτύσσεται μέσα από τον αγώνα, ο αγώνας δεν αναπτύσσεται μέσα από την οργάνωση

Οι περισσότερες τυπικές οργανώσεις προσπαθούν πρώτα να χτίσουν την οργάνωση και μετά να οργανώσουν τον αγώνα ή το «κίνημα». Οι εξεγερσιακοί αναρχικοί το βλέπουν αυτό αντίστροφα. Η άτυπη οργάνωση, που βασίζεται στην ομάδα συγγένειας, αναπτύσσεται από τον αγώνα. Οι ομάδες συγγένειας έρχονται να χτίσουν δεσμούς στον αγώνα και στην συνέχεια συχνά συντονίζουν δράσεις – αλλά το επίπεδο της οργάνωσης εξαρτάται από το επίπεδο του αγώνα, όχι από τις απαιτήσεις μιας τυπικής οργάνωσης.

5. Αυτόνομη δράση και αλληλεγγύη

Οι εξεγερσιακοί αναρχικοί αναγνωρίζουν ότι οι δράσεις των ατόμων και των ομάδων συγγένειας είναι αυτόνομες, ότι καμία οργάνωση δεν πρέπει να είναι σε θέση να πειθαρχήσει την δράση των άλλων. Αλλά η αυτόνομη δράση γίνεται ισχυρή όταν δρούμε σε επαναστατική αλληλεγγύη με άλλους αγωνιζόμενους. Η επαναστατική αλληλεγγύη είναι ενεργή και σε σύγκρουση με τις δομές της κυριαρχίας – είναι άμεση δράση που επικοινωνεί μια σύνδεση μεταξύ του αγώνα του ενός και του αγώνα των άλλων.

Μετάφραση: Δ.Ο. ΕΗΦ

Πηγή: Aporia Journal, δεύτερο τεύχος, 2004

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.